- πονοψυχία
- πονοψῡχία, ἡ,A distress of soul, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πονοψυχία — η, ΝΑ, πονοψυχιά, Ν νεοελλ. ευσπλαγχνία, συμπόνια, οίκτος αρχ. πόνος ψυχής, θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + ψυχία (< ψυχος < ψυχή), πρβλ. μεγαλο ψυχία] … Dictionary of Greek
έλεος — το ελέους, πληθ. ελέη,1. οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια, πονοψυχιά. 2. φιλανθρωπία, ελεημοσύνη, βοήθημα: Αδερφές του ελέους. 3. απόλυτη διάθεση, αυθαίρετη θέληση: Οι άμαχοι βρέθηκαν στο έλεος των κατακτητών. 4. ούτε ελάχιστο, ούτε όσο αρκεί για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπλαχνιά — η λύπηση, πονοψυχιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχοπόνια — η συμπάθεια, πονοψυχιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)